- τρίγονος
- τρί-γονος, dreimal, zum dritten Male geboren; τρίγονα τέκνα, drei Kinder; κόραι, drei Töchter
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
τρίγονος — ον, Α 1. αυτός που γεννήθηκε τρίτος, ο τριτότοκος 2. στον πληθ. τρίγονοι, α τρεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + γονος (< γόνος < γίγνομαι), πρβλ. δί γονος] … Dictionary of Greek
τρίγονον — τρίγονος thrice born masc/fem acc sg τρίγονος thrice born neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριγόνοις — τρίγονος thrice born masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριγόνοισι — τρίγονος thrice born masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριγόνοισιν — τρίγονος thrice born masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρίγονοι — τρίγονος thrice born masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρίγον' — τρίγονα , τρίγονος thrice born neut nom/voc/acc pl τρίγονε , τρίγονος thrice born masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριγονία — ἡ, Α [τρίγονος] η τρίτη γενεά … Dictionary of Greek
τριγονώ — έω, Α [τρίγονος] βρίσκομαι στην τρίτη γενεά … Dictionary of Greek